- δραματογράφος
- ο, ησυγγραφέας δραμάτων, δραματοποιός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δραματογράφος — ο, η συγγραφέας δραμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
δραματοποιός — ο (AM δραματοποιός) νεοελλ. συγγραφέας δραματικών έργων, δραματογράφος αρχ. δραματικός ποιητής, ποιητής τού θεάτρου … Dictionary of Greek
Ενθίνα, Χουάν ντελ — − (Juan del Encina, Ενθίνα, Σαλαμάνκα 1469; – Λεόνε 1529). Ισπανός ποιητής, δραματογράφος και μουσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα. Υπηρέτησε στην αυλή των δουκών της Άλμπα και αργότερα ταξίδεψε στη Ρώμη, όπου χειροτονήθηκε ιερέας.… … Dictionary of Greek
Σίλερ, Γιόχαν Κρίστοφ Φρήντριχ φον- — (Schiller). Γερμανός ποιητής και δραματογράφος (Μάρμπαχ, Βυρτεμβέργη 1759 Βαϊμάρη 1805). Στο Λούντβιχσμπουργκ, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του από το 1766, ο νεαρός Σ. μεγάλωσε σε επαφή με τη μεγαλοπρεπή αυλική ζωή και είχε την ευκαιρία… … Dictionary of Greek
δραματουργός — ο, η συγγραφέας δράματος, δραματογράφος, θεατρογράφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)